Η προώθηση ειδικών μορφών τουρισμού προϋποθέτει ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο θα λαμβάνει υπόψη και θα αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εγχώριας οικονομίας: την υψηλή διασπορά της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως αυτή εκφράζεται από την κυριαρχία των μικρών επιχειρήσεων, την εμπειρική τεχνογνωσία που έχουν διαχρονικά αναπτύξει οι επιχειρήσεις αυτές σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, την πολυέργεια των μελών των επιχειρήσεων οικογενειακού χαρακτήρα. Παράλληλα, το μοντέλο αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός πλέγματος δραστηριοτήτων, αγαθών και υπηρεσιών που θα συμβάλουν στη διαμόρφωση ολοκληρωμένης, αυθεντικής εμπειρίας για τον επισκέπτη ενός τόπου.
Μια προοπτική εφαρμογής του μοντέλου αυτού, στο οποίο ιδιόκτητοι πόροι, δεξιότητες και δραστηριότητες συνδυάζονται εκ νέου για την διαμόρφωση καινοτόμων προϊόντων, δημιουργεί η αξιοποίηση αγροτικών υποδομών και δραστηριοτήτων για την ανάπτυξη τουριστικών υπηρεσιών, βασισμένων στο φυσικό πλεονέκτημα και την συσσωρευμένη, εμπειρική ή μη, εξειδίκευση των αγροτικών νοικοκυριών. Οι υπηρεσίες αυτές συμπυκνώνονται στην έννοια του Αγροτουρισμού, ο οποίος περιλαμβάνει διάφορες τουριστικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας, οικογενειακής ή συνεταιριστικής προέλευσης, που αναπτύσσονται σε αγροτικές περιοχές από άτομα που απασχολούνται στο τομέα της γεωργίας. Η ανάπτυξη του Αγροτουρισμού συμβάλλει στη στήριξη των οικογενειακών αγροτικών επιχειρήσεων, στην ενίσχυση και τη διαφοροποίηση του αγροτικού εισοδήματος, στην προώθηση της τοπικής παραγωγής, στη διεύρυνση της τουριστικής περιόδου, στον εμπλουτισμό του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος καθώς και στην προσέλκυση επισκεπτών ειδικών ενδιαφερόντων. Μεσοπρόθεσμα δε, η ανάπτυξη της αγροτουριστικής δραστηριότητας συμβάλλει στη δημιουργία άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας και στη συγκράτηση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην ύπαιθρο.
Παρά το γεγονός ότι την τελευταία 20ετία έχουν δημιουργηθεί στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής υπαίθρου αξιόλογες επιχειρήσεις που συνδυάζουν τέτοιες δραστηριότητες και υπηρεσίες, δε δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη μετάβαση του Αγροτουρισμού από τη φάση της περιστασιακής πηγής εισοδήματος σε εκείνη της οργανωμένης τουριστικής δραστηριότητας η οποία θα παρέχει εισόδημα και συμπληρωματική εργασία σε αγροτικούς πληθυσμούς, κυρίως των πιο απομακρυσμένων και λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών της χώρας. Την αγροτουριστική δραστηριότητα χαρακτηρίζουν κατά κανόνα η έλλειψη υποστήριξης σε θέματα διαχείρισης και προώθησης, η έλλειψη αγροτουριστικών υπηρεσιών εκτός της διαμονής και της εστίασης, η περιορισμένη προσφορά οικιακών ή τοπικών προϊόντων στον χώρο φιλοξενίας καθώς και η ελλιπής πληροφόρηση του επισκέπτη για την περιοχή. Επίσης, το γεγονός ότι οι περισσότερες αγροτικές επιχειρήσεις είχαν αναπτυχθεί σε οικισμούς δίχως ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παροχή δραστηριοτήτων περιορισμένου εύρους αλλά και την αδυναμία προσφοράς αυθεντικών αγροτουριστικών εμπειριών με χαρακτηριστικά της οικείας τοπικής ταυτότητας. Εξάλλου, η ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας μεταξύ τοπικών επιχειρήσεων με σκοπό τη διεύρυνση των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών εκδηλώθηκε σε περιορισμένη κλίμακα. Οι περισσότερες αγροτουριστικές μονάδες λειτουργούν είτε ανταγωνιστικά μεταξύ τους, είτε απομονωμένα, δίχως να επενδύουν σε στρατηγικές διαχείρισης κοινών συλλογικών αγαθών που είναι απαραίτητες τόσο για την αγροτική όσο και την αγροτουριστική ανάπτυξη.
Η υφιστάμενη κυρίαρχη μορφή της αγροτουριστικής δραστηριότητας και η αδυναμία ανάπτυξης του Αγροτουρισμού ως μιας διακριτής μορφής ειδικού/εναλλακτικού τουρισμού αποδίδεται σε δύο μείζονες λόγους. Ο πρώτος είναι η χρήση των σχετικών προγραμμάτων περισσότερο ως μέσων οικονομικής ενίσχυσης των δικαιούχων και λιγότερο ως μέσων μιας στρατηγικής που θα επεφύλασσε στον Αγροτουρισμό σημαίνοντα ρόλο μεταξύ των πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης. Ο δεύτερος αφορά την έλλειψη μιας ενιαίας αντίληψης σχετικά με τα κριτήρια επιλογής των δικαιούχων, τη δημιουργία δομών για την υποστήριξη των αγροτών σε θέματα διαχείρισης και προβολής και δικτύωσης. Εν τέλει, η ανάπτυξη των επιχειρήσεων αυτών έγινε εν τη απουσία ενός θεσμικού πλαισίου το οποίο θα όριζε τις ελάχιστες προϋποθέσεις άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων αυτών, τις βασικές υποδομές καθώς και τις διαδικασίες πιστοποίησης και εποπτείας, δίχως να προκαλούνται ανταγωνιστικές στρεβλώσεις ή να περιορίζεται η ευελιξία των επιχειρήσεων να προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα επιλογών και δραστηριοτήτων.
Με τις προωθούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις εισάγονται γενικοί κανόνες, ορισμοί και κατευθυντήριες αρχές που θα διέπουν τον Αγροτουρισμό διαχωρίζοντάς τον από άλλες μορφές ειδικού τουρισμού και Τουρισμού Υπαίθρου.
Ορίζεται για πρώτη φορά η έννοια του Αγροτουρισμού ως η ειδική μορφή Τουρισμού η οποία αφορά την παροχή υπηρεσιών υποδοχής, φιλοξενίας ή/και εστίασης σε χώρους λειτουργικά ενοποιημένους με αγροτικές εγκαταστάσεις, οι οποίες προσφέρονται συνδυαστικά με δραστηριότητες που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή όπως και με την προστασία και ανάδειξη του φυσικού και ανθρωπογενούς αγροτικού τοπίου. Εισάγεται η έννοια του «Καλαθιού Αγροτικών Προϊόντων Περιφέρειας» με στόχο την ανάδειξη της τοπικής αγροδιατροφικής παραγωγής.
Προσδιορίζονται οι μορφές των επιχειρήσεων που δύνανται να ασκήσουν αγροτουριστική δραστηριότητα, ήτοι τα αγροκτήματα - στα οποία παρέχονται υπηρεσίες υποδοχής, φιλοξενίας ή και εστίασης εντός της κατοικίας του επαγγελματία αγρότη – και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις που συνοδεύονται υποχρεωτικά με οργανωμένες επιχειρηματικά υπηρεσίες είτε εστίασης, είτε υποδοχής και φιλοξενίας. Για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις προβλέπεται επίσης η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών παρακολούθησης ή συμμετοχής σε δράσεις, ενέργειες ή δραστηριότητες σχετικά με την αγροτική ζωή και παραγωγή, τη γαστρονομία, τη γευσιγνωσία, καθώς και η διοργάνωση εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών σεμιναρίων.
Ρυθμίζεται η πιστοποίηση των αγροτουριστικών επιχειρήσεων με τη χορήγηση Ειδικού Σήματος Αγροτουρισμού αόριστης χρονικής ισχύος, με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ορίζεται το πλαίσιο ελέγχου και εποπτείας των επιχειρήσεων Αγροτουρισμού ως ιδιαίτερης κατηγορίας τουριστικών επιχειρήσεων. Τέλος, οι εισάγονται ειδικές φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις για τους επαγγελματίες αγρότες που αναπτύσσουν αγροτουριστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική της αγροτικής απασχόλησης.