«Για τον άνθρωπο πρέπει να μιλάμε στο σινεμά,
τα άλλα είναι ασκήσεις ύφους»
Πριν ακόμα σπουδάσει σινεμά, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος έκανε
μαζί με τον Σάκη Μανιάτη το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ
«Μέγαρα». Μια ταινία που έγινε διάσημη λόγω του θέματός της,
λόγω του περιεχομένου και της συγκυρίας αλλά και, επειδή
μάλλον, κάνανε καλά τη δουλειά τους…
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος είναι ο πρόεδρος της
φετινής κριτικής επιτροπής του ελληνικού διαγωνιστικού
τμήματος. Κινηματογραφεί από τις αρχές τις δεκαετίας του ’70,
έχει κάνει 5 ταινίες, τα «Μέγαρα», τον «Ξαφνικό Έρωτα», το
«Άντε Γεια», την «Πίσω Πόρτα» και, πρόσφατα, τον «Εχθρό
μου», αλλά στην Δράμα ήρθε φέτος για πρώτη φορά.
-Ποια είναι η σχέση σας με την ταινία μικρού μήκους;
Στην Αμερική όπου πήγα για να σπουδάσω, έκανα τρεις ταινίες
μικρού μήκους που στην Ελλάδα τις έχουν δει μόνο οι φίλοι μου.
Αφού επέστρεψα, έκανα τον «Ξαφνικό Έρωτα», και πέρασα
κατευθείαν στην ταινία μεγάλου μήκους.
-Κινηματογραφείτε πάνω από τέσσερις δεκαετίες και κάνατε
μέχρι σήμερα πέντε ταινίες. Δεν είναι λίγες;
Ναι. Mε ρωτούν συχνά γιατί αργώ τόσο πολύ. Δεν με κρατάει το
σενάριο. Δεν υπάρχει χρόνος που δεν ασχολούμαι με το σενάριο
μιας ταινίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι βρίσκω αυτό που θα με
κερδίσει για να προχωρήσω.
-Τι είναι αυτό που ψάχνετε στο σενάριο;
Άλλο κάθε φορά. Αλλά, κυρίως , να μην πάω ξεκαύλωτος -και να
με συγχωρείτε για τα γαλλικά- στο γύρισμα. Θα ‘θελα να είχα κάνει
δώδεκα ταινίες και να προλάβω να κάνω και μια πάρα πολύ καλή,
εννοώ μια διεθνώς αναμφισβήτητα καλή. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι
άμα κάνεις πολλές, θα κάνεις οπωσδήποτε και την καλή. Αλλά θα
την ήθελα την προπόνηση.
-Πείτε μας μια ταινία, διεθνώς αναγνωρισμένη, που θα
θέλατε να είχατε κάνει.
Το «Αποκάλυψη Τώρα». Το «Νονός ΙΙ».
-Και μια ευρωπαϊκή;
Του Ασγκάρ Φαραντί, το «Ένας χωρισμός». Μια πολύ απλή ταινία,
αν βέβαια έχεις το ταλέντο να γράψεις ένα τέτοιο σενάριο. Όπως,
και για τις δύο προηγούμενες που ανέφερα δεν με ενδιαφέρει ο
όγκος τους, το σενάριο θέλω.
-Είδατε ωραία σενάρια στην Δράμα;
Μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχω δει τις μισές ταινίες. Και
δεν μπορώ να σας μιλήσω ονομαστικά για αυτές πριν από τα
βραβεία. Γενικότερα όμως, τα τελευταία λίγα χρόνια, βλέπω μια
στροφή των νέων κινηματογραφιστών προς αυτό που εννοώ εγώ
καλό σινεμά. Βλέπω μια στροφή προς το «ναι, θέλω να αφηγηθώ
μια ιστορία». Για πολλά χρόνια οι νέοι κινηματογραφιστές
προσπαθούσαν να τα πουν ταυτόχρονα όλα. Βλέπω, πλέον, μια
προσήλωση προς τη λιτότητα. Δεν ήμουν βέβαια στην
προκριματική επιτροπή και δεν είδα ότι συνολικά παράχθηκε,
βλέπω αυτά που έχουν επιλεγεί να διαγωνιστούν. Βλέπω όμως,
ευλαβικά, και όλες τις ταινίες μεγάλου μήκους που γίνονται στην
Ελλάδα και παρατηρώ γενικά μια στροφή προς το αφηγηματικό
ανθρωποκεντρικό σινεμά. Και να προσθέσω κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό όσο αφορά στην
διάρκεια της μικρού μήκους, οι ταινίες 35-40 λεπτά τυπικά είναι
μικρού μήκους, αλλά, όσο κι αν σε κάποιους συναδέλφους φαίνεται
ακραίο, αν εγώ ήμουν δάσκαλος, θα υποχρέωνα τους φοιτητές
μου να μας πουν μια ιστορία μέσα σε 5 λεπτά. Κατά κάποιο τρόπο,
να υπάρχει ένα τέτοιο όριο στην αρχή. Σαν άσκηση. Και σιγά σιγά
ας αυξηθεί και ο χρόνος.
-Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας «ιδανικής» ταινίας;
Το εκατό τοις εκατό είναι το σενάριο. Μετά έρχονται να
προστεθούν κι άλλα «εκατό τοις εκατό»… Τι να την κάνω όμως μια
καλή κινηματογράφηση, άμα δεν έχει σενάριο. Τη σχέση του
σεναρίου με τα υπόλοιπα στοιχεία μια ταινίας την εικονοποίησε
πολύ καλά σε μια κουβέντα μας η Κατερίνα Μαραγκουδάκη, μέλος
της κριτικής επιτροπής, που λέει ότι: το σενάριο είναι το «ένα», η
σκηνοθεσία είναι το «μηδέν» που μαζί κάνουν το «δέκα». Άμα
βγάλεις το σενάριο, τι να την κάνεις μόνη της τη σκηνοθεσία;
Σε δύο επίπεδα πρέπει να προχωράνε τα πράγματα: στο πρώτο
είναι το σενάριο που υλοποιήσεις μέσω των ηθοποιών, της
κάμερας και του ρυθμού ώστε και να προχωρά με τον τρόπο που
θέλεις εσύ η εξέλιξη της ιστορίας σου και στο άλλο είναι το
προσωπικό ταξίδι των χαρακτήρων σου. Κι αυτό είναι για μένα η
πρώτη δουλειά του σκηνοθέτη. Βέβαια, για το σινεμά που εγώ
εκτιμώ. Αλλά δεν μ΄ έχει διαψεύσει η ιστορία του
κινηματογράφου… Οι ταινίες που έγιναν της μόδας σε φεστιβάλ,
αλλά δεν είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά, έσβησαν. Αυτές που
παρέμειναν είναι αυτές που μιλάνε για τον άνθρωπο. Μ’ όποιο
τρόπο κι αν το κάνουν. Από τον Κόπολα ως τον Ταρκόφσκι. Για
τον άνθρωπο πρέπει να μιλάμε στο σινεμά, τα άλλα είναι ασκήσεις
ύφους.
-Ποια είναι τα στοιχεία που αναζητάτε στις ταινίες, ώστε να
τις ξεχωρίσετε εδώ;
Σε μια ταινία, γενικά, αναζητώ τη σχέση του δημιουργού με το
θέμα του. Το θέμα σου πρέπει να το πάρεις προσωπικά. Δεν
υπάρχουν ιστορίες που δεν έχουν λεχθεί. Το ζήτημα είναι, τί
παραπάνω έχεις δει εσύ σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία. Στη μικρού
μήκους, ειδικά, και κυρίως στους πρωτοεμφανιζόμενους
σκηνοθέτες, που ακόμα ψάχνονται -και οφείλουν στον εαυτό σου
να κάνουν και τα λάθη τους για να μάθουν απ΄ αυτά- αυτό που
εγώ ψάχνω είναι η απλότητα. Δεν είναι οι «πλανάρες» το ζήτημα,
ή να λύσεις τα μεγάλα θέματα της ανθρωπότητας… Από κει και
πέρα, επειδή, εδώ τις ταινίες πρέπει να τις κρίνω για να
βραβευτούν, το σημαντικό στοιχείο είναι η ισορροπία όλων. Η
συνοχή. Κι επίσης, αναζητώ μια συνέπεια στο ύφος. Δεν μπορείς
να τα συμπεριλάβεις όλα σε μια ταινία.
-Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος που παίζουν τα
βραβεία;
Εγώ είμαι «βραβιάκιας». Μ’ αρέσουν οι βραβεύσεις. Θεωρητικά,
δεν μπορώ να το στηρίξω, αλλά μ΄ αρέσουν. Μόνο μερικά φεστιβάλ
υπάρχουν όπου, και μόνο η συμμετοχή σου σ΄ αυτά, είναι βραβείο.
Στα υπόλοιπα, αν ξεχωρίσεις, μετράει. Κάθε ταινία έχει μία
καριέρα. Όλοι, όταν διαγωνιζόμαστε παθαίνουμε μια
«φεστιβαλίτιδα», που είναι μια ασθένεια τρομερή. Όταν περάσει –
είτε πάρεις, είτε δεν πάρεις εδώ βραβείο, είτε θα το πάρεις
κάπου αλλού, είτε δεν πάρεις πουθενά- τότε να βγάλεις τα
συμπεράσματά σου. Βέβαια, συχνά συμβαίνει, άλλη ταινία να
βραβευτεί κι άλλη να βγαίνει ότι ήταν η καλύτερη. Μπορεί, την
καλύτερη, να την έχει κόψει η προκριματική. Οι άνθρωποι,
άλλωστε, ατελείς είμαστε… Τα βραβεία δεν είναι το άπαν. Πιο
πολλά παίρνεις από το κοινό που παρακολουθεί την ταινία σου.
-Τι θα λέγατε σήμερα στους νέους κινηματογραφιστές;
Ο κινηματογράφος είναι «αλκοολίκι», δεν είναι επάγγελμα. Εάν
θέλεις να κάνεις ταινίες για να σε προσλάβουν στη τηλεόραση, δεν
είναι αρκετό. Ο λόγος για να κάνεις ταινίες είναι ένα «μικρόβιο»
που μέσα στην τρέχουσα λογική, δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει.
«Go and get it», όπως λένε οι Αμερικάνοι. Πρέπει να καυλώνεις
και να ορμάς. Να κάνεις ταινίες. Δηλαδή, για μένα, να γράφεις
ταινίες. Κι ωστόσο κάνε δοκιμές. Και αυτή η ταινία που έκανες,
βραβευτεί δε βραβευτεί, είναι απλώς μία από αυτές που θα
κάνεις, εάν παραμείνεις κινηματογραφιστής. Μη θες και με τη μια,
να χεις κάνει το καλό. Να ασκείσαι διαρκώς…
(Συνέντευξη στην Μαρίνα Αγγελάκη)